- τηλεβόλου
- τηλεβόλοςstriking from afarmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αερίτις — ( ιδος) χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα στη φράση «αερίτις ζώνη», που δήλωνε τη ζώνη τού αέρα πάνω από έδαφος ενός κράτους, η οποία βρισκόταν στα όρια βολής τηλεβόλου. Η ζώνη αυτή, που μπορούσε έτσι να ελέγχεται από ένα κράτος, αποτελούσε και χώρο… … Dictionary of Greek
γκιουλές — ο οβίδα, βλήμα τηλεβόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gulle] … Dictionary of Greek
μπομπάρδα — και μπουμπάρδα, η (Μ μπομπάρδα και μπουμπάρδα) 1. πολεμική μηχανή 2. οξύπρυμνο ιστιοφόρο μσν. 1. είδος τηλεβόλου 2. συνεκδ. η βολή όπλου ή κανονιού, κανονιά 3. βλήμα όπλου ή κανονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bombarda] … Dictionary of Greek
τηλεβολοθυρίδα — η, Ν (ναυτ. στρ.) άνοιγμα σε οχύρωμα ή σε τοίχωμα πλοίου από το οποίο προεξέχει το στόμιο τηλεβόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεβόλο + θυρίδα] … Dictionary of Greek
κανονιοβολισμός — ο βολή τηλεβόλου, κανονίδι: Παραδόθηκαν όλοι, όταν άρχισε ο κανονιοβολισμός του φρουρίου τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)